Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κείω
κεκαφηώς
κέκραγμα
κεκραγμός
κεκράκτης
κεκραξιδάμας
Κέκροψ
κεκρύφαλος
κελαδεινός
κελαδέω
κελάδημα
κελαδῆτις
κέλαδος
κελάδω
κελαινεγχής
κελαινεφής
κελαινόβρωτος
κελαινόομαι
κελαινός
κελαινοφαής
κελαινόφρων
View word page
κελάδημα
κελάδημα κελάδημα, ατος, τό, a rushing sound, Eur., Ar.
ShortDef
a rushing sound
Debugging
Headword:
κελάδημα
Headword (normalized):
κελάδημα
Headword (normalized/stripped):
κελαδημα
IDX:
17657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17674
Key:
kela/dhma
Data
{'content': 'κελάδημα\n κελάδημα, ατος, τό,\n a rushing sound, Eur., Ar.', 'key': 'kela/dhma'}