Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κειρία
κείρω
κείω
κείω
κείω
κεκαφηώς
κέκραγμα
κεκραγμός
κεκράκτης
κεκραξιδάμας
Κέκροψ
κεκρύφαλος
κελαδεινός
κελαδέω
κελάδημα
κελαδῆτις
κέλαδος
κελάδω
κελαινεγχής
κελαινεφής
κελαινόβρωτος
View word page
Κέκροψ
Κέκροψ Κέκροψ, οπος, ὁ, a mythical king of Athens, Hdt.: hence adj. Κεκρόπιος, η, ον Cecropian, Athenian, πέτρα K. the Acropolis, Eur.; (also simply Κεκροπία, ἡ, used for Athens itself, Eur.); K. χθών Attica, Eur.; Κεκρόπιοι, οἱ, the Athenians, Anth. fem. Κεκροπίς, name of a tribe, Ar. Κεκροπίδαι, οἱ, the Athenians, Hdt., Eur.

ShortDef

Cecropian, Athenian

Debugging

Headword:
Κέκροψ
Headword (normalized):
κέκροψ
Headword (normalized/stripped):
κεκροψ
IDX:
17653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17670
Key:
*ke/kroy

Data

{'content': 'Κέκροψ\n Κέκροψ, οπος, ὁ,\n a mythical king of Athens, Hdt.: hence\n adj. Κεκρόπιος, η, ον Cecropian, Athenian, πέτρα K. the Acropolis, Eur.; (also simply Κεκροπία, ἡ, used for Athens itself, Eur.); K. χθών Attica, Eur.; Κεκρόπιοι, οἱ, the Athenians, Anth.\n fem. Κεκροπίς, name of a tribe, Ar.\n Κεκροπίδαι, οἱ, the Athenians, Hdt., Eur.', 'key': '*ke/kroy'}