Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄμη
ἁμῆ
ἄμης
ἀμητήρ
ἄμητος
ἀμήτωρ
ἀμηχανέω
ἀμηχανία
ἀμήχανος
ἀμίαντος
ἀμιγής
ἀμιθρέω
ἄμικτος
ἁμιλλάομαι
ἅμιλλα
ἁμίλλημα
ἁμιλλητήρ
ἀμιμητόβιοι
ἀμίμητος
ἀμιξία
ἅμιππος
View word page
ἀμιγής
ἀμιγής μίγνυμι unmixed, pure, Arist.

ShortDef

unmixed, pure

Debugging

Headword:
ἀμιγής
Headword (normalized):
ἀμιγής
Headword (normalized/stripped):
αμιγης
IDX:
1767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1767
Key:
a)migh/s

Data

{'content': 'ἀμιγής\n μίγνυμι\n unmixed, pure, Arist.', 'key': 'a)migh/s'}