Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κειμήλιον
κειρία
κείρω
κείω
κείω
κείω
κεκαφηώς
κέκραγμα
κεκραγμός
κεκράκτης
κεκραξιδάμας
Κέκροψ
κεκρύφαλος
κελαδεινός
κελαδέω
κελάδημα
κελαδῆτις
κέλαδος
κελάδω
κελαινεγχής
κελαινεφής
View word page
κεκραξιδάμας
κεκραξιδάμας κεκραξι-δάμας, αντος, κέκραγα (perf. of κραζω) , δαμάω he who conquers all in bawling, the blusterer, Ar.

ShortDef

he who conquers all in bawling, the blusterer

Debugging

Headword:
κεκραξιδάμας
Headword (normalized):
κεκραξιδάμας
Headword (normalized/stripped):
κεκραξιδαμας
IDX:
17652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17669
Key:
kekracida/mas

Data

{'content': 'κεκραξιδάμας\n κεκραξι-δάμας, αντος,\n κέκραγα (perf. of κραζω) , δαμάω\n he who conquers all in bawling, the blusterer, Ar.', 'key': 'kekracida/mas'}