Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κεγχρώματα
κεδάννυμι
κεδνός
κεδρία
κέδρινος
κέδρος
κεδρωτός
κεῖμαι
κειμήλιον
κειμήλιον
κειρία
κείρω
κείω
κείω
κείω
κεκαφηώς
κέκραγμα
κεκραγμός
κεκράκτης
κεκραξιδάμας
Κέκροψ
View word page
κειρία
κειρία κειρία, ἡ, the cord or girth of a bedstead, Lat. instita, Ar. in pl. swathings, grave-clothes, NTest.
ShortDef
the cord
Debugging
Headword:
κειρία
Headword (normalized):
κειρία
Headword (normalized/stripped):
κειρια
IDX:
17643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17660
Key:
keiri/a
Data
{'content': 'κειρία\n κειρία, ἡ,\n the cord or girth of a bedstead, Lat. instita, Ar.\n in pl. swathings, grave-clothes, NTest.', 'key': 'keiri/a'}