Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κεβλήπυρις
κεγχριαῖος
κεγχροβόλοι
κέγχρος
κεγχρώματα
κεδάννυμι
κεδνός
κεδρία
κέδρινος
κέδρος
κεδρωτός
κεῖμαι
κειμήλιον
κειμήλιον
κειρία
κείρω
κείω
κείω
κείω
κεκαφηώς
κέκραγμα
View word page
κεδρωτός
κεδρωτός from κέδρος κεδρωτός, ή, όν made of or inlaid with cedar-wood, Eur.
ShortDef
made of or inlaid with cedar-wood
Debugging
Headword:
κεδρωτός
Headword (normalized):
κεδρωτός
Headword (normalized/stripped):
κεδρωτος
IDX:
17639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17656
Key:
kedrwto/s
Data
{'content': 'κεδρωτός\n from κέδρος\n κεδρωτός, ή, όν\n made of or inlaid with cedar-wood, Eur.', 'key': 'kedrwto/s'}