Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καχυπότοπος
κεάζω
κεβλήπυρις
κεγχριαῖος
κεγχροβόλοι
κέγχρος
κεγχρώματα
κεδάννυμι
κεδνός
κεδρία
κέδρινος
κέδρος
κεδρωτός
κεῖμαι
κειμήλιον
κειμήλιον
κειρία
κείρω
κείω
κείω
κείω
View word page
κέδρινος
κέδρινος κέδρῐνος, η, ον of cedar, Il., Eur. from κέδρος

ShortDef

of cedar

Debugging

Headword:
κέδρινος
Headword (normalized):
κέδρινος
Headword (normalized/stripped):
κεδρινος
IDX:
17637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17654
Key:
ke/drinos

Data

{'content': 'κέδρινος\n κέδρῐνος, η, ον\n of cedar, Il., Eur.\n from κέδρος', 'key': 'ke/drinos'}