Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καχύποπτος
καχυπότοπος
κεάζω
κεβλήπυρις
κεγχριαῖος
κεγχροβόλοι
κέγχρος
κεγχρώματα
κεδάννυμι
κεδνός
κεδρία
κέδρινος
κέδρος
κεδρωτός
κεῖμαι
κειμήλιον
κειμήλιον
κειρία
κείρω
κείω
κείω
View word page
κεδρία
κεδρία κεδρία, ἡ, cedar resin or oil, Hdt. from κέδρος

ShortDef

cedar resin

Debugging

Headword:
κεδρία
Headword (normalized):
κεδρία
Headword (normalized/stripped):
κεδρια
IDX:
17636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17653
Key:
kedri/a

Data

{'content': 'κεδρία\n κεδρία, ἡ,\n cedar resin or oil, Hdt.\n from κέδρος', 'key': 'kedri/a'}