Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καχάζω
καχασμός
καχεξία
καχήμερος
καχλάζω
κάχληξ
καχορμισία
κάχρυς
καχύποπτος
καχυπότοπος
κεάζω
κεβλήπυρις
κεγχριαῖος
κεγχροβόλοι
κέγχρος
κεγχρώματα
κεδάννυμι
κεδνός
κεδρία
κέδρινος
κέδρος
View word page
κεάζω
κεάζω to split, cleave wood, Od.; of lightning, to shiver, shatter, Od.; of a spear, κέασσε δὲ ὀστέα λευκά Il.; [κεφαλὴ ἄνδιχα κεάσθη was cloven in twain, Il.

ShortDef

to split, cleave

Debugging

Headword:
κεάζω
Headword (normalized):
κεάζω
Headword (normalized/stripped):
κεαζω
IDX:
17628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17645
Key:
kea/zw

Data

{'content': 'κεάζω\n to split, cleave wood, Od.; of lightning, to shiver, shatter, Od.; of a spear, κέασσε δὲ ὀστέα λευκά Il.; [κεφαλὴ ἄνδιχα κεάσθη was cloven in twain, Il.', 'key': 'kea/zw'}