Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καύχησις
καχάζω
καχασμός
καχεξία
καχήμερος
καχλάζω
κάχληξ
καχορμισία
κάχρυς
καχύποπτος
καχυπότοπος
κεάζω
κεβλήπυρις
κεγχριαῖος
κεγχροβόλοι
κέγχρος
κεγχρώματα
κεδάννυμι
κεδνός
κεδρία
κέδρινος
View word page
καχυπότοπος
καχυπότοπος κᾰχ-υπότοπος, ον = κᾰχύποπτος, Plat.
ShortDef
suspicious
Debugging
Headword:
καχυπότοπος
Headword (normalized):
καχυπότοπος
Headword (normalized/stripped):
καχυποτοπος
IDX:
17627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17644
Key:
kaxupo/topos
Data
{'content': 'καχυπότοπος\n κᾰχ-υπότοπος, ον\n = κᾰχύποπτος, Plat.', 'key': 'kaxupo/topos'}