Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καύχημα
καυχήμων
καύχη
καύχησις
καχάζω
καχασμός
καχεξία
καχήμερος
καχλάζω
κάχληξ
καχορμισία
κάχρυς
καχύποπτος
καχυπότοπος
κεάζω
κεβλήπυρις
κεγχριαῖος
κεγχροβόλοι
κέγχρος
κεγχρώματα
κεδάννυμι
View word page
καχορμισία
καχορμισία κᾰχ-ορμῐσία, ἡ, ὅρμισις unlucky harbourage, Anth.

ShortDef

unlucky harbourage

Debugging

Headword:
καχορμισία
Headword (normalized):
καχορμισία
Headword (normalized/stripped):
καχορμισια
IDX:
17624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17641
Key:
kaxormisi/a

Data

{'content': 'καχορμισία\n κᾰχ-ορμῐσία, ἡ,\n ὅρμισις\n unlucky harbourage, Anth.', 'key': 'kaxormisi/a'}