Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καυτήρ
καύτης
καυχάομαι
καύχημα
καυχήμων
καύχη
καύχησις
καχάζω
καχασμός
καχεξία
καχήμερος
καχλάζω
κάχληξ
καχορμισία
κάχρυς
καχύποπτος
καχυπότοπος
κεάζω
κεβλήπυρις
κεγχριαῖος
κεγχροβόλοι
View word page
καχήμερος
καχήμερος κᾰχ-ήμερος, ον ἡμέρα living bad days, wretched, Anth.
ShortDef
living bad days, wretched
Debugging
Headword:
καχήμερος
Headword (normalized):
καχήμερος
Headword (normalized/stripped):
καχημερος
IDX:
17621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17638
Key:
kaxh/meros
Data
{'content': 'καχήμερος\n κᾰχ-ήμερος, ον\n ἡμέρα\n living bad days, wretched, Anth.', 'key': 'kaxh/meros'}