Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καυτήριον
καυτήρ
καύτης
καυχάομαι
καύχημα
καυχήμων
καύχη
καύχησις
καχάζω
καχασμός
καχεξία
καχήμερος
καχλάζω
κάχληξ
καχορμισία
κάχρυς
καχύποπτος
καχυπότοπος
κεάζω
κεβλήπυρις
κεγχριαῖος
View word page
καχεξία
καχεξία κᾰχ-εξία, ἡ, ἕξις a bad habit of body, opp. to εὐεξία, Plat., etc.

ShortDef

a bad habit of body

Debugging

Headword:
καχεξία
Headword (normalized):
καχεξία
Headword (normalized/stripped):
καχεξια
IDX:
17620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17637
Key:
kaxeci/a

Data

{'content': 'καχεξία\n κᾰχ-εξία, ἡ,\n ἕξις\n a bad habit of body, opp. to εὐεξία, Plat., etc.', 'key': 'kaxeci/a'}