Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καυτηριάζω
καυτήριον
καυτήρ
καύτης
καυχάομαι
καύχημα
καυχήμων
καύχη
καύχησις
καχάζω
καχασμός
καχεξία
καχήμερος
καχλάζω
κάχληξ
καχορμισία
κάχρυς
καχύποπτος
καχυπότοπος
κεάζω
κεβλήπυρις
View word page
καχασμός
καχασμός = καγχασμός (q. v.), Ar.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καχασμός
Headword (normalized):
καχασμός
Headword (normalized/stripped):
καχασμος
IDX:
17619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17636
Key:
kaxasmo/s

Data

{'content': 'καχασμός\n = καγχασμός (q. v.), Ar.', 'key': 'kaxasmo/s'}