Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καυστός
Καΰστριος
καύσων
καυτηριάζω
καυτήριον
καυτήρ
καύτης
καυχάομαι
καύχημα
καυχήμων
καύχη
καύχησις
καχάζω
καχασμός
καχεξία
καχήμερος
καχλάζω
κάχληξ
καχορμισία
κάχρυς
καχύποπτος
View word page
καύχη
καύχη καύχη, ἡ, = καύχημα, Pind.

ShortDef

boast, vaunt

Debugging

Headword:
καύχη
Headword (normalized):
καύχη
Headword (normalized/stripped):
καυχη
IDX:
17616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17633
Key:
kau/xh

Data

{'content': 'καύχη\n καύχη, ἡ,\n = καύχημα, Pind.', 'key': 'kau/xh'}