Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμεύομαι
ἀμευσίπορος
ἀμήνιτος
ἀμήν
ἄμη
ἁμῆ
ἄμης
ἀμητήρ
ἄμητος
ἀμήτωρ
ἀμηχανέω
ἀμηχανία
ἀμήχανος
ἀμίαντος
ἀμιγής
ἀμιθρέω
ἄμικτος
ἁμιλλάομαι
ἅμιλλα
ἁμίλλημα
ἁμιλλητήρ
View word page
ἀμηχανέω
ἀμηχανέω ἀμήχανος to be at a loss for, or in want of a thing, c. gen., Hdt.; περί τινος about a thing, Eur.; ὅπα τράπωμαι which way to turn, Aesch. absol., ἀμηχανῶν βιοτεύω I live without the necessaries of life, Xen.

ShortDef

to be at a loss for

Debugging

Headword:
ἀμηχανέω
Headword (normalized):
ἀμηχανέω
Headword (normalized/stripped):
αμηχανεω
IDX:
1763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1763
Key:
a)mhxane/w

Data

{'content': 'ἀμηχανέω\n ἀμήχανος\n to be at a loss for, or in want of a thing, c. gen., Hdt.; περί τινος about a thing, Eur.; ὅπα τράπωμαι which way to turn, Aesch.\n absol., ἀμηχανῶν βιοτεύω I live without the necessaries of life, Xen.', 'key': 'a)mhxane/w'}