Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καύλινος
καυλομύκητες
καυλός
καῦμα
καυματίζω
καυνάκης
καύσιμος
καῦσις
καυσόω
καῦσος
καύστειρα
καυστηριάζω
καυστήριον
καυστός
Καΰστριος
καύσων
καυτηριάζω
καυτήριον
καυτήρ
καύτης
καυχάομαι
View word page
καύστειρα
καύστειρα καίω fem. adj. burning hot, raging, in gen. καυστείρης κάχης Il.

ShortDef

burning hot, raging

Debugging

Headword:
καύστειρα
Headword (normalized):
καύστειρα
Headword (normalized/stripped):
καυστειρα
IDX:
17603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17620
Key:
kau/steira

Data

{'content': 'καύστειρα\n καίω\n fem. adj. burning hot, raging, in gen. καυστείρης κάχης Il.', 'key': 'kau/steira'}