Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατώτατος
κατωφαγᾶς
κατωφερής
Καύκασος
καύλινος
καυλομύκητες
καυλός
καῦμα
καυματίζω
καυνάκης
καύσιμος
καῦσις
καυσόω
καῦσος
καύστειρα
καυστηριάζω
καυστήριον
καυστός
Καΰστριος
καύσων
καυτηριάζω
View word page
καύσιμος
καύσιμος καύσῐμος, ον καίω fit for burning, combustible, Xen.

ShortDef

fit for burning, combustible

Debugging

Headword:
καύσιμος
Headword (normalized):
καύσιμος
Headword (normalized/stripped):
καυσιμος
IDX:
17599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17616
Key:
kau/simos

Data

{'content': 'καύσιμος\n καύσῐμος, ον\n καίω\n fit for burning, combustible, Xen.', 'key': 'kau/simos'}