Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατωκάρα
κατωμάδιος
κατωμαδόν
κατωμοσία
κάτω
κατῶρυξ
κατώτατος
κατωφαγᾶς
κατωφερής
Καύκασος
καύλινος
καυλομύκητες
καυλός
καῦμα
καυματίζω
καυνάκης
καύσιμος
καῦσις
καυσόω
καῦσος
καύστειρα
View word page
καύλινος
καύλινος καύλινος, η, ον καυλός made of a stalk or stick, Luc.
ShortDef
made of a stalk
Debugging
Headword:
καύλινος
Headword (normalized):
καύλινος
Headword (normalized/stripped):
καυλινος
IDX:
17593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17610
Key:
kau/linos
Data
{'content': 'καύλινος\n καύλινος, η, ον\n καυλός\n made of a stalk or stick, Luc.', 'key': 'kau/linos'}