Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κάτωθεν
κατωθέω
κατωκάρα
κατωμάδιος
κατωμαδόν
κατωμοσία
κάτω
κατῶρυξ
κατώτατος
κατωφαγᾶς
κατωφερής
Καύκασος
καύλινος
καυλομύκητες
καυλός
καῦμα
καυματίζω
καυνάκης
καύσιμος
καῦσις
καυσόω
View word page
κατωφερής
κατωφερής κατω-φερής, ές = κάτω φερόμενος sunken, Xen.

ShortDef

sunken

Debugging

Headword:
κατωφερής
Headword (normalized):
κατωφερής
Headword (normalized/stripped):
κατωφερης
IDX:
17591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17608
Key:
katwferh/s

Data

{'content': 'κατωφερής\n κατω-φερής, ές\n = κάτω φερόμενος\n sunken, Xen.', 'key': 'katwferh/s'}