Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατοψοφαγέω
καττάνυσαν
κάτωθεν
κατωθέω
κατωκάρα
κατωμάδιος
κατωμαδόν
κατωμοσία
κάτω
κατῶρυξ
κατώτατος
κατωφαγᾶς
κατωφερής
Καύκασος
καύλινος
καυλομύκητες
καυλός
καῦμα
καυματίζω
καυνάκης
καύσιμος
View word page
κατώτατος
κατώτατος κατώτατος, η, ον Sup. adj. from κάτω lowest, Xen.: neut. pl. as adv., Hdt.

ShortDef

lowest

Debugging

Headword:
κατώτατος
Headword (normalized):
κατώτατος
Headword (normalized/stripped):
κατωτατος
IDX:
17589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17606
Key:
katw/tatos

Data

{'content': 'κατώτατος\n κατώτατος, η, ον\n Sup. adj. from κάτω\n lowest, Xen.: neut. pl. as adv., Hdt.', 'key': 'katw/tatos'}