Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατουλόω
κατουρίζω
κατοχή
κάτοχος
κατόψιος
κατοψοφαγέω
καττάνυσαν
κάτωθεν
κατωθέω
κατωκάρα
κατωμάδιος
κατωμαδόν
κατωμοσία
κάτω
κατῶρυξ
κατώτατος
κατωφαγᾶς
κατωφερής
Καύκασος
καύλινος
καυλομύκητες
View word page
κατωμάδιος
κατωμάδιος κᾰτ-ωμάδιος, α, ον ὦμος from the shoulder, δίσκος κ. a quoit thrown from the shoulder, i. e. from the upturned hand held above the shoulder, Il.; cf. κατ-ωμαδόν worn or borne on the shoulder, Anth.

ShortDef

from the shoulder

Debugging

Headword:
κατωμάδιος
Headword (normalized):
κατωμάδιος
Headword (normalized/stripped):
κατωμαδιος
IDX:
17584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17601
Key:
katwma/dios

Data

{'content': 'κατωμάδιος\n κᾰτ-ωμάδιος, α, ον\n ὦμος\n from the shoulder, δίσκος κ. a quoit thrown from the shoulder, i. e. from the upturned hand held above the shoulder, Il.; cf. κατ-ωμαδόν\n worn or borne on the shoulder, Anth.', 'key': 'katwma/dios'}