Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἁγιστεύω
ἁγιωσύνη
ἀγκάζομαι
ἄγκαθεν
ἀγκάλη
ἀγκαλίζομαι
ἀγκάλισμα
ἄγκαλος
ἀγκάς
ἀγκίστριον
ἀγκιστρόδετος
ἄγκιστρον
ἀγκιστρόομαι
ἀγκοίνη
ἄγκος
ἀγκύλη
ἀγκύλιον
ἀγκυλογλώχιν
ἀγκυλόδους
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόπους
View word page
ἀγκιστρόδετος
ἀγκιστρόδετος with a hook, Anth.
ShortDef
with a hook
Debugging
Headword:
ἀγκιστρόδετος
Headword (normalized):
ἀγκιστρόδετος
Headword (normalized/stripped):
αγκιστροδετος
IDX:
176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n176
Key:
a)gkistro/detos
Data
{'content': 'ἀγκιστρόδετος\n with a hook, Anth.', 'key': 'a)gkistro/detos'}