Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατορύσσω
κατορχέομαι
κατόσσομαι
κατότι
κατουδαῖος
κατουλόω
κατουρίζω
κατοχή
κάτοχος
κατόψιος
κατοψοφαγέω
καττάνυσαν
κάτωθεν
κατωθέω
κατωκάρα
κατωμάδιος
κατωμαδόν
κατωμοσία
κάτω
κατῶρυξ
κατώτατος
View word page
κατοψοφαγέω
κατοψοφαγέω fut. ήσω to spend in eating, Aeschin.
ShortDef
to spend in eating
Debugging
Headword:
κατοψοφαγέω
Headword (normalized):
κατοψοφαγέω
Headword (normalized/stripped):
κατοψοφαγεω
IDX:
17579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17596
Key:
katoyofage/w
Data
{'content': 'κατοψοφαγέω\n fut. ήσω\n to spend in eating, Aeschin.', 'key': 'katoyofage/w'}