Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατορρωδέω
κατορύσσω
κατορχέομαι
κατόσσομαι
κατότι
κατουδαῖος
κατουλόω
κατουρίζω
κατοχή
κάτοχος
κατόψιος
κατοψοφαγέω
καττάνυσαν
κάτωθεν
κατωθέω
κατωκάρα
κατωμάδιος
κατωμαδόν
κατωμοσία
κάτω
κατῶρυξ
View word page
κατόψιος
κατόψιος κατ-όψιος, ον ὄψις in sight of, opposite, τινος Eur.

ShortDef

in sight of, opposite

Debugging

Headword:
κατόψιος
Headword (normalized):
κατόψιος
Headword (normalized/stripped):
κατοψιος
IDX:
17578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17595
Key:
kato/yios

Data

{'content': 'κατόψιος\n κατ-όψιος, ον\n ὄψις\n in sight of, opposite, τινος Eur.', 'key': 'kato/yios'}