Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κάτοπτρον
κατοργανίζω
κατοργάς
κατοργιάζω
κατορθόω
κατόρθωσις
κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
κατορύσσω
κατορχέομαι
κατόσσομαι
κατότι
κατουδαῖος
κατουλόω
κατουρίζω
κατοχή
κάτοχος
κατόψιος
κατοψοφαγέω
καττάνυσαν
View word page
κατορχέομαι
κατορχέομαι fut. ήσομαι Dep. to dance in triumph over, treat despitefully, Lat. insultare, Hdt.
ShortDef
to dance in triumph over, treat despitefully
Debugging
Headword:
κατορχέομαι
Headword (normalized):
κατορχέομαι
Headword (normalized/stripped):
κατορχεομαι
IDX:
17570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17587
Key:
katorxe/omai
Data
{'content': 'κατορχέομαι\n fut. ήσομαι\n Dep. to dance in triumph over, treat despitefully, Lat. insultare, Hdt.', 'key': 'katorxe/omai'}