Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατοπτρίζω
κάτοπτρον
κατοργανίζω
κατοργάς
κατοργιάζω
κατορθόω
κατόρθωσις
κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
κατορύσσω
κατορχέομαι
κατόσσομαι
κατότι
κατουδαῖος
κατουλόω
κατουρίζω
κατοχή
κάτοχος
κατόψιος
κατοψοφαγέω
View word page
κατορύσσω
κατορύσσω Attic -ττω fut. ξω fut. pass. -ορυχήσομαι to bury in the earth, Hdt.; ἐπὶ κεφαλὴν κατώρυξε buried head downwards, Hdt.; ἐν τῇ κεφαλῇ Ar.

ShortDef

to bury in the earth

Debugging

Headword:
κατορύσσω
Headword (normalized):
κατορύσσω
Headword (normalized/stripped):
κατορυσσω
IDX:
17569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17586
Key:
katoru/ssw

Data

{'content': 'κατορύσσω\n Attic -ττω\n fut. ξω\n fut. pass. -ορυχήσομαι\n to bury in the earth, Hdt.; ἐπὶ κεφαλὴν κατώρυξε buried head downwards, Hdt.; ἐν τῇ κεφαλῇ Ar.', 'key': 'katoru/ssw'}