Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κάτοπτος
κατοπτρίζω
κάτοπτρον
κατοργανίζω
κατοργάς
κατοργιάζω
κατορθόω
κατόρθωσις
κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
κατορύσσω
κατορχέομαι
κατόσσομαι
κατότι
κατουδαῖος
κατουλόω
κατουρίζω
κατοχή
κάτοχος
κατόψιος
View word page
κατορρωδέω
κατορρωδέω Ionic κατ-αρρ- fut. ήσω to be dismayed at, dread greatly, c. acc., Hdt. absol. to be afraid, be in fear, Hdt.

ShortDef

to be dismayed at, dread greatly

Debugging

Headword:
κατορρωδέω
Headword (normalized):
κατορρωδέω
Headword (normalized/stripped):
κατορρωδεω
IDX:
17568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17585
Key:
katorrwde/w

Data

{'content': 'κατορρωδέω\n Ionic κατ-αρρ-\n fut. ήσω\n to be dismayed at, dread greatly, c. acc., Hdt.\n absol. to be afraid, be in fear, Hdt.', 'key': 'katorrwde/w'}