Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατόπτης
κάτοπτος
κατοπτρίζω
κάτοπτρον
κατοργανίζω
κατοργάς
κατοργιάζω
κατορθόω
κατόρθωσις
κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
κατορύσσω
κατορχέομαι
κατόσσομαι
κατότι
κατουδαῖος
κατουλόω
κατουρίζω
κατοχή
κάτοχος
View word page
κατορούω
κατορούω fut. σω to rush downwards, Hhymn.
ShortDef
to rush downwards
Debugging
Headword:
κατορούω
Headword (normalized):
κατορούω
Headword (normalized/stripped):
κατορουω
IDX:
17567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17584
Key:
katorou/w
Data
{'content': 'κατορούω\n fut. σω\n to rush downwards, Hhymn.', 'key': 'katorou/w'}