κατορθωτικός
κατορθωτικός
κατορθωτικός, ή, όν
from κατορθόω
likely or able to succeed, Arist.
{
"content": "κατορθωτικός\n κατορθωτικός, ή, όν\n from κατορθόω\n likely or able to succeed, Arist.",
"key": "katorqwtiko/s"
}