Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατοπτεύω
κατόπτης
κάτοπτος
κατοπτρίζω
κάτοπτρον
κατοργανίζω
κατοργάς
κατοργιάζω
κατορθόω
κατόρθωσις
κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
κατορύσσω
κατορχέομαι
κατόσσομαι
κατότι
κατουδαῖος
κατουλόω
κατουρίζω
κατοχή
View word page
κατορθωτικός
κατορθωτικός κατορθωτικός, ή, όν from κατορθόω likely or able to succeed, Arist.
ShortDef
likely or able to succeed
Debugging
Headword:
κατορθωτικός
Headword (normalized):
κατορθωτικός
Headword (normalized/stripped):
κατορθωτικος
IDX:
17566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17583
Key:
katorqwtiko/s
Data
{'content': 'κατορθωτικός\n κατορθωτικός, ή, όν\n from κατορθόω\n likely or able to succeed, Arist.', 'key': 'katorqwtiko/s'}