Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατόπισθεν
κατοπτεύω
κατόπτης
κάτοπτος
κατοπτρίζω
κάτοπτρον
κατοργανίζω
κατοργάς
κατοργιάζω
κατορθόω
κατόρθωσις
κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
κατορύσσω
κατορχέομαι
κατόσσομαι
κατότι
κατουδαῖος
κατουλόω
κατουρίζω
View word page
κατόρθωσις
κατόρθωσις from κατορθόω κατόρθωσις, εως a setting straight: successful accomplishment of a thing, success, Arist.
ShortDef
a setting straight: successful accomplishment
Debugging
Headword:
κατόρθωσις
Headword (normalized):
κατόρθωσις
Headword (normalized/stripped):
κατορθωσις
IDX:
17565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17582
Key:
kato/rqwsis
Data
{'content': 'κατόρθωσις\n from κατορθόω\n κατόρθωσις, εως\n a setting straight: successful accomplishment of a thing, success, Arist.', 'key': 'kato/rqwsis'}