Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατοπάζω
κατόπιν
κατόπισθεν
κατοπτεύω
κατόπτης
κάτοπτος
κατοπτρίζω
κάτοπτρον
κατοργανίζω
κατοργάς
κατοργιάζω
κατορθόω
κατόρθωσις
κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
κατορύσσω
κατορχέομαι
κατόσσομαι
κατότι
κατουδαῖος
View word page
κατοργιάζω
κατοργιάζω from κατοργάς to initiate in orgies, Plut.

ShortDef

to initiate in orgies

Debugging

Headword:
κατοργιάζω
Headword (normalized):
κατοργιάζω
Headword (normalized/stripped):
κατοργιαζω
IDX:
17563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17580
Key:
katorgia/zw

Data

{'content': 'κατοργιάζω\n from κατοργάς\n to initiate in orgies, Plut.', 'key': 'katorgia/zw'}