Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμετρία
ἀμετρόβιος
ἀμετροεπής
ἀμετροπότης
ἄμετρος
ἀμεύομαι
ἀμευσίπορος
ἀμήνιτος
ἀμήν
ἄμη
ἁμῆ
ἄμης
ἀμητήρ
ἄμητος
ἀμήτωρ
ἀμηχανέω
ἀμηχανία
ἀμήχανος
ἀμίαντος
ἀμιγής
ἀμιθρέω
View word page
ἁμῆ
ἁμῆ in a certain way: ἁμη-γέ-πη ἁμη-γέ-πηι or other, Plat.

ShortDef

in a certain way

Debugging

Headword:
ἁμῆ
Headword (normalized):
ἁμῆ
Headword (normalized/stripped):
αμη
IDX:
1758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1758
Key:
a(mh=

Data

{'content': 'ἁμῆ\n in a certain way: ἁμη-γέ-πη ἁμη-γέ-πηι or other, Plat.', 'key': 'a(mh='}