Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κάτοξυς
κατοπάζω
κατόπιν
κατόπισθεν
κατοπτεύω
κατόπτης
κάτοπτος
κατοπτρίζω
κάτοπτρον
κατοργανίζω
κατοργάς
κατοργιάζω
κατορθόω
κατόρθωσις
κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
κατορύσσω
κατορχέομαι
κατόσσομαι
κατότι
View word page
κατοργάς
κατοργάς κατ-οργάς, άδος, ὄργια celebrating orgies, Anth.

ShortDef

celebrating orgies

Debugging

Headword:
κατοργάς
Headword (normalized):
κατοργάς
Headword (normalized/stripped):
κατοργας
IDX:
17562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17579
Key:
katorga/s

Data

{'content': 'κατοργάς\n κατ-οργάς, άδος,\n ὄργια\n celebrating orgies, Anth.', 'key': 'katorga/s'}