Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατόμνυμι
κατόνομαι
κάτοξυς
κατοπάζω
κατόπιν
κατόπισθεν
κατοπτεύω
κατόπτης
κάτοπτος
κατοπτρίζω
κάτοπτρον
κατοργανίζω
κατοργάς
κατοργιάζω
κατορθόω
κατόρθωσις
κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
κατορύσσω
κατορχέομαι
View word page
κάτοπτρον
κάτοπτρον κάτ-οπτρον, ου, τό, ὄψομαι, fut. of ὁράω a mirror, Lat. speculum, Eur. metaph. a mere reflexion (not a reality), Aesch.

ShortDef

a mirror

Debugging

Headword:
κάτοπτρον
Headword (normalized):
κάτοπτρον
Headword (normalized/stripped):
κατοπτρον
IDX:
17560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17577
Key:
ka/toptron

Data

{'content': 'κάτοπτρον\n κάτ-οπτρον, ου, τό,\n ὄψομαι, fut. of ὁράω\n a mirror, Lat. speculum, Eur.\n metaph. a mere reflexion (not a reality), Aesch.', 'key': 'ka/toptron'}