Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατομβρέομαι
κατόμνυμι
κατόνομαι
κάτοξυς
κατοπάζω
κατόπιν
κατόπισθεν
κατοπτεύω
κατόπτης
κάτοπτος
κατοπτρίζω
κάτοπτρον
κατοργανίζω
κατοργάς
κατοργιάζω
κατορθόω
κατόρθωσις
κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
κατορύσσω
View word page
κατοπτρίζω
κατοπτρίζω fut. σω to shew as in a mirror:—Mid. κατοπτριζόμενοι τὴν δόξαν beholding as in a mirror, or rather reflecting as a mirror, NTest. from κάτοπτρον

ShortDef

to shew as in a mirror

Debugging

Headword:
κατοπτρίζω
Headword (normalized):
κατοπτρίζω
Headword (normalized/stripped):
κατοπτριζω
IDX:
17559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17576
Key:
katoptri/zw

Data

{'content': 'κατοπτρίζω\n fut. σω\n to shew as in a mirror:—Mid. κατοπτριζόμενοι τὴν δόξαν beholding as in a mirror, or rather reflecting as a mirror, NTest.\n from κάτοπτρον', 'key': 'katoptri/zw'}