Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατολοφύρομαι
κατομβρέομαι
κατόμνυμι
κατόνομαι
κάτοξυς
κατοπάζω
κατόπιν
κατόπισθεν
κατοπτεύω
κατόπτης
κάτοπτος
κατοπτρίζω
κάτοπτρον
κατοργανίζω
κατοργάς
κατοργιάζω
κατορθόω
κατόρθωσις
κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
View word page
κάτοπτος
κάτοπτος κάτοπτος, ον ὄψομαι, fut. of ὁράω to be seen, visible, Thuc. c. gen. in view of or looking down over, Aesch.

ShortDef

to be seen, visible
dried-up

Debugging

Headword:
κάτοπτος
Headword (normalized):
κάτοπτος
Headword (normalized/stripped):
κατοπτος
IDX:
17558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17575
Key:
ka/toptos1

Data

{'content': 'κάτοπτος\n κάτοπτος, ον\n ὄψομαι, fut. of ὁράω\n to be seen, visible, Thuc.\n c. gen. in view of or looking down over, Aesch.', 'key': 'ka/toptos1'}