Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατολολύζω
κατολοφύρομαι
κατομβρέομαι
κατόμνυμι
κατόνομαι
κάτοξυς
κατοπάζω
κατόπιν
κατόπισθεν
κατοπτεύω
κατόπτης
κάτοπτος
κατοπτρίζω
κάτοπτρον
κατοργανίζω
κατοργάς
κατοργιάζω
κατορθόω
κατόρθωσις
κατορθωτικός
κατορούω
View word page
κατόπτης
κατόπτης κατ-όπτης, ου, ὄψομαι, fut. of ὁράω a spy, scout, Hhymn., Hdt., Aesch., etc. an overseer, τῶν πραγμάτων Aesch.
ShortDef
a spy, scout
Debugging
Headword:
κατόπτης
Headword (normalized):
κατόπτης
Headword (normalized/stripped):
κατοπτης
IDX:
17557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17574
Key:
kato/pths
Data
{'content': 'κατόπτης\n κατ-όπτης, ου,\n ὄψομαι, fut. of ὁράω\n a spy, scout, Hhymn., Hdt., Aesch., etc.\n an overseer, τῶν πραγμάτων Aesch.', 'key': 'kato/pths'}