Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατόλλυμι
κατολολύζω
κατολοφύρομαι
κατομβρέομαι
κατόμνυμι
κατόνομαι
κάτοξυς
κατοπάζω
κατόπιν
κατόπισθεν
κατοπτεύω
κατόπτης
κάτοπτος
κατοπτρίζω
κάτοπτρον
κατοργανίζω
κατοργάς
κατοργιάζω
κατορθόω
κατόρθωσις
κατορθωτικός
View word page
κατοπτεύω
κατοπτεύω fut. σω κατόπτης to spy out, reconnoitre, Xen.:—Pass. to be observed, Soph.
ShortDef
to spy out, reconnoitre
Debugging
Headword:
κατοπτεύω
Headword (normalized):
κατοπτεύω
Headword (normalized/stripped):
κατοπτευω
IDX:
17556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17573
Key:
katopteu/w
Data
{'content': 'κατοπτεύω\n fut. σω\n κατόπτης\n to spy out, reconnoitre, Xen.:—Pass. to be observed, Soph.', 'key': 'katopteu/w'}