Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολισθάνω
κατόλλυμι
κατολολύζω
κατολοφύρομαι
κατομβρέομαι
κατόμνυμι
κατόνομαι
κάτοξυς
κατοπάζω
κατόπιν
κατόπισθεν
κατοπτεύω
κατόπτης
κάτοπτος
κατοπτρίζω
κάτοπτρον
κατοργανίζω
κατοργάς
κατοργιάζω
View word page
κατοπάζω
κατοπάζω to follow hard upon, Hes.

ShortDef

to follow hard upon

Debugging

Headword:
κατοπάζω
Headword (normalized):
κατοπάζω
Headword (normalized/stripped):
κατοπαζω
IDX:
17553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17570
Key:
katopa/zw

Data

{'content': 'κατοπάζω\n to follow hard upon, Hes.', 'key': 'katopa/zw'}