Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμέτρητος
ἀμετρία
ἀμετρόβιος
ἀμετροεπής
ἀμετροπότης
ἄμετρος
ἀμεύομαι
ἀμευσίπορος
ἀμήνιτος
ἀμήν
ἄμη
ἁμῆ
ἄμης
ἀμητήρ
ἄμητος
ἀμήτωρ
ἀμηχανέω
ἀμηχανία
ἀμήχανος
ἀμίαντος
ἀμιγής
View word page
ἄμη
ἄμη a shovel or mattock, Ar., Xen.
ShortDef
a shovel
Debugging
Headword:
ἄμη
Headword (normalized):
ἄμη
Headword (normalized/stripped):
αμη
IDX:
1757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1757
Key:
a)/mh
Data
{'content': 'ἄμη\n a shovel or mattock, Ar., Xen.', 'key': 'a)/mh'}