Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολισθάνω
κατόλλυμι
κατολολύζω
κατολοφύρομαι
κατομβρέομαι
κατόμνυμι
κατόνομαι
κάτοξυς
κατοπάζω
κατόπιν
κατόπισθεν
κατοπτεύω
κατόπτης
κάτοπτος
κατοπτρίζω
κάτοπτρον
κατοργανίζω
κατοργάς
View word page
κάτοξυς
κάτοξυς κάτ-οξυς, εια, υ, very sharp, piercing, of sound, Ar.
ShortDef
very sharp, piercing
Debugging
Headword:
κάτοξυς
Headword (normalized):
κάτοξυς
Headword (normalized/stripped):
κατοξυς
IDX:
17552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17569
Key:
ka/tocus
Data
{'content': 'κάτοξυς\n κάτ-οξυς, εια, υ,\n very sharp, piercing, of sound, Ar.', 'key': 'ka/tocus'}