Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατοίχομαι
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολισθάνω
κατόλλυμι
κατολολύζω
κατολοφύρομαι
κατομβρέομαι
κατόμνυμι
κατόνομαι
κάτοξυς
κατοπάζω
κατόπιν
κατόπισθεν
κατοπτεύω
κατόπτης
κάτοπτος
κατοπτρίζω
κάτοπτρον
κατοργανίζω
View word page
κατόνομαι
κατόνομαι aor1 κατ-ωνόσθην Dep. to censure bitterly, depreciate, abuse, Hdt.

ShortDef

to censure bitterly, depreciate, abuse

Debugging

Headword:
κατόνομαι
Headword (normalized):
κατόνομαι
Headword (normalized/stripped):
κατονομαι
IDX:
17551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17568
Key:
kato/nomai

Data

{'content': 'κατόνομαι\n aor1 κατ-ωνόσθην\n Dep. to censure bitterly, depreciate, abuse, Hdt.', 'key': 'kato/nomai'}