Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατοιμώζω
κατοίχομαι
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολισθάνω
κατόλλυμι
κατολολύζω
κατολοφύρομαι
κατομβρέομαι
κατόμνυμι
κατόνομαι
κάτοξυς
κατοπάζω
κατόπιν
κατόπισθεν
κατοπτεύω
κατόπτης
κάτοπτος
κατοπτρίζω
κάτοπτρον
View word page
κατόμνυμι
κατόμνυμι fut. -ομοῦμαι aor1 -ώμοσα to confirm by oath, τί τινι Ar.; c. inf. to swear that . . , Dem. c. acc. to call to witness, swear by, τὴν ἐμὴν ψυχήν Eur.:—so in Mid., Dem. in Mid. also, c. gen. to take an oath against, accuse on oath, Hdt.

ShortDef

to confirm by oath

Debugging

Headword:
κατόμνυμι
Headword (normalized):
κατόμνυμι
Headword (normalized/stripped):
κατομνυμι
IDX:
17550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17567
Key:
kato/mnumi

Data

{'content': 'κατόμνυμι\n fut. -ομοῦμαι\n aor1 -ώμοσα\n to confirm by oath, τί τινι Ar.; c. inf. to swear that . . , Dem.\n c. acc. to call to witness, swear by, τὴν ἐμὴν ψυχήν Eur.:—so in Mid., Dem.\n in Mid. also, c. gen. to take an oath against, accuse on oath, Hdt.', 'key': 'kato/mnumi'}