Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατοικτίζω
κατοίκτισις
κατοιμώζω
κατοίχομαι
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολισθάνω
κατόλλυμι
κατολολύζω
κατολοφύρομαι
κατομβρέομαι
κατόμνυμι
κατόνομαι
κάτοξυς
κατοπάζω
κατόπιν
κατόπισθεν
κατοπτεύω
κατόπτης
κάτοπτος
View word page
κατολοφύρομαι
κατολοφύρομαι Dep. to bewail, c. acc., Eur., Xen.

ShortDef

to bewail

Debugging

Headword:
κατολοφύρομαι
Headword (normalized):
κατολοφύρομαι
Headword (normalized/stripped):
κατολοφυρομαι
IDX:
17548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17565
Key:
katolofu/romai

Data

{'content': 'κατολοφύρομαι\n Dep. to bewail, c. acc., Eur., Xen.', 'key': 'katolofu/romai'}