Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατοικτείρω
κατοικτίζω
κατοίκτισις
κατοιμώζω
κατοίχομαι
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολισθάνω
κατόλλυμι
κατολολύζω
κατολοφύρομαι
κατομβρέομαι
κατόμνυμι
κατόνομαι
κάτοξυς
κατοπάζω
κατόπιν
κατόπισθεν
κατοπτεύω
κατόπτης
View word page
κατολολύζω
κατολολύζω fut. ξω to shriek over a thing, c. gen., Aesch.

ShortDef

to shriek over

Debugging

Headword:
κατολολύζω
Headword (normalized):
κατολολύζω
Headword (normalized/stripped):
κατολολυζω
IDX:
17547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17564
Key:
katololu/zw

Data

{'content': 'κατολολύζω\n fut. ξω\n to shriek over a thing, c. gen., Aesch.', 'key': 'katololu/zw'}