Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτείρω
κατοικτίζω
κατοίκτισις
κατοιμώζω
κατοίχομαι
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολισθάνω
κατόλλυμι
κατολολύζω
κατολοφύρομαι
κατομβρέομαι
κατόμνυμι
κατόνομαι
κάτοξυς
κατοπάζω
κατόπιν
κατόπισθεν
View word page
κατολισθάνω
κατολισθάνω fut. -ολισθήσω to slip or sink down, Luc.
ShortDef
to slip
Debugging
Headword:
κατολισθάνω
Headword (normalized):
κατολισθάνω
Headword (normalized/stripped):
κατολισθανω
IDX:
17545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17562
Key:
katolisqa/nw
Data
{'content': 'κατολισθάνω\n fut. -ολισθήσω\n to slip or sink down, Luc.', 'key': 'katolisqa/nw'}