Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατοικονομέω
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτείρω
κατοικτίζω
κατοίκτισις
κατοιμώζω
κατοίχομαι
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολισθάνω
κατόλλυμι
κατολολύζω
κατολοφύρομαι
κατομβρέομαι
κατόμνυμι
κατόνομαι
κάτοξυς
κατοπάζω
κατόπιν
View word page
κατοκώχιμος
κατοκώχιμος from κατοκωχή κατοκώχιμος, η, ον capable of being possessed, Arist.
ShortDef
capable of being possessed
Debugging
Headword:
κατοκώχιμος
Headword (normalized):
κατοκώχιμος
Headword (normalized/stripped):
κατοκωχιμος
IDX:
17544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17561
Key:
katokw/ximos
Data
{'content': 'κατοκώχιμος\n from κατοκωχή\n κατοκώχιμος, η, ον\n capable of being possessed, Arist.', 'key': 'katokw/ximos'}