κατοκώχιμος
κατοκώχιμος
from κατοκωχή
κατοκώχιμος, η, ον
capable of being possessed, Arist.
{
"content": "κατοκώχιμος\n from κατοκωχή\n κατοκώχιμος, η, ον\n capable of being possessed, Arist.",
"key": "katokw/ximos"
}