Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατοικοδομέω
κατοικονομέω
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτείρω
κατοικτίζω
κατοίκτισις
κατοιμώζω
κατοίχομαι
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολισθάνω
κατόλλυμι
κατολολύζω
κατολοφύρομαι
κατομβρέομαι
κατόμνυμι
κατόνομαι
κάτοξυς
κατοπάζω
View word page
κατοκωχή
κατοκωχή κατοκωχή, ἡ, Attic for κατοχή a being possessed, possession (i. e. inspiration), Plat.
ShortDef
a being possessed, possession
Debugging
Headword:
κατοκωχή
Headword (normalized):
κατοκωχή
Headword (normalized/stripped):
κατοκωχη
IDX:
17543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17560
Key:
katokwxh/
Data
{'content': 'κατοκωχή\n κατοκωχή, ἡ,\n Attic for κατοχή\n a being possessed, possession (i. e. inspiration), Plat.', 'key': 'katokwxh/'}