Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατοικίζω
κατοίκισις
κατοικοδομέω
κατοικονομέω
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτείρω
κατοικτίζω
κατοίκτισις
κατοιμώζω
κατοίχομαι
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολισθάνω
κατόλλυμι
κατολολύζω
κατολοφύρομαι
κατομβρέομαι
κατόμνυμι
κατόνομαι
View word page
κατοίχομαι
κατοίχομαι Dep. to have gone down, οἱ κατοιχόμενοι the departed, dead, Dem.

ShortDef

to have gone down

Debugging

Headword:
κατοίχομαι
Headword (normalized):
κατοίχομαι
Headword (normalized/stripped):
κατοιχομαι
IDX:
17541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17558
Key:
katoi/xomai

Data

{'content': 'κατοίχομαι\n Dep. to have gone down, οἱ κατοιχόμενοι the departed, dead, Dem.', 'key': 'katoi/xomai'}